ὁρισταί

ὁρισταί
ὁριστής
one who marks the boundaries
masc nom/voc pl
ὁριστός
definable
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οριστής — ὁριστής, ὁ (ΑΜ) [ορίζω] μσν. ηγεμόνας, διοικητής αρχ. 1. αυτός που καθορίζει τα όρια, τα σύνορα 2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ ὁρισταί υπάλληλοι εντεταλμένοι από την πολιτεία για τον καθορισμό τών συνόρων στα δημόσια ή ιδιωτικά κτήματα 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”